
Καλλιτεχνική Εκτίμηση
Το έργο μαγνητίζει με μια αιθέριες ποιότητα που μοιάζει σχεδόν με όνειρο· στροβιλίσματα από λεπτό μπλε και απαλό λευκό συγχωνεύονται για να δημιουργήσουν μια θολή ατμόσφαιρα που αγκαλιάζει τον θεατή. Η γέφυρα, αν και υπονοείται παρά καθορίζεται, υποδηλώνει τόσο grandeur όσο και απλότητα, ενώ οι αψίδες της φαίνεται να αιωρούνται με χάρη πάνω από τα ανακλαστικά νερά από κάτω. Η σκηνή, αιθέριο από τη φύση της, μεταφέρει τον παρατηρητή σε ένα ήσυχο βασίλειο χρώματος και φωτός, ξυπνώντας μια αίσθηση ηρεμίας και στοχασμού. Υπάρχει μια θλιβερή γαλήνη στην ατμόσφαιρα, σαν ο κόσμος να έχει σταματήσει για μια στιγμή, επιτρέποντας μια οικεία εμπειρία με την ουσία του περιβάλλοντος.
Αυτό το κομμάτι αντηχεί με το πλαίσιο του τέλους του 19ου αιώνα, μιας σημαντικής περιόδου για τον ιμπρεσιονισμό. Ο Μονέ, πρόθυμος να προκαλέσει μια συναισθηματική αντίδραση αντί για λεπτομέρειες, χρησιμοποιεί την εμβληματική του πινελιά για να θολώσει την πραγματικότητα αρκετά ώστε να συμπληρώσουμε τα κενά με τη φαντασία μας. Η παλέτα χρωμάτων, κυρίαρχη από ψυχρές αποχρώσεις, προσκαλεί τον θεατή να πλησιάσει, σχεδόν σαν να εισέρχεται στην ομίχλη της σκηνής. Δεν είναι απλώς μια αναπαράσταση της γέφυρας του Waterloo· είναι ένα όνειρο, ένας διαλογισμός για το φως και την αντίληψη, αντανακλώντας τη δεξιοτεχνία του Μονέ στο να συλλάβει την εφήμερη ομορφιά που βρίσκεται στη φύση και καλεί στην εξερεύνηση, τόσο οπτικά όσο και συναισθηματικά.