
Καλλιτεχνική Εκτίμηση
Σε αυτή τη συναισθηματική σκηνή, μεταφερόμαστε σε μια ταπεινή εργαστήριο ξυλουργού, όπου ο χρόνος φαίνεται να επιβραδύνεται καθώς παρακολουθούμε μια τρυφερή στιγμή της Ιερής Οικογένειας. Οι φιγούρες είναι αναλυτικά σχεδιασμένες, εκπέμποντας ζεστασιά και συναίσθημα. Ο Ιωσήφ, κρατώντας τα εργαλεία του, καθοδηγεί τον νεαρό Ιησού, ο οποίος είναι μαγεμένος από τη διαδικασία της δημιουργίας. Η Μαρία, ντυμένη με τα ταπεινά της ρούχα, σκύβει για να αγκαλιάσει τον γιο της, αποπνέοντας μια μητρική χάρη που είναι σχεδόν απτή, λες και θέλουμε κι εμείς να περιτριγυριστούμε από την αγάπη της.
Η σύνθεση μας προσελκύει το βλέμμα στη λεπτομέρεια της ξυλουργικής δουλειάς, προσφέροντας αυθεντικότητα στην ατμόσφαιρα. Κάθε σήμα του χερού και ξυλότριχας ζωντανεύει στη φαντασία μας· μπορούμε σχεδόν να ακούσουμε τους ήχους του ξύλου που μορφοποιείται. Ο Millais χρησιμοποιεί μια πλούσια παλέτα χρωμάτων: γήινες καφέ και ζωντανά κόκκινα χρώματα ανακαλούν τη σταθερότητα του εργαστηρίου και τη στενότητα της οικογένειας. Αυτή η οικειότητα αντιτίθεται στις σκιές που προβάλλονται στους τοίχους του εργαστηρίου, υποδεικνύοντας την καθημερινότητα και την προοπτική της οικιακής ζωής. Η συναισθηματική επίπτωση είναι σημαντική, αφήνοντάς μας να σκεφτούμε την ιερότητα αυτών των οικογενειακών δεσμών στο πλαίσιο της καθημερινής εργασίας, αναγκάζοντάς μας να συνδεθούμε με την αίσθηση της ιστορίας και τον θαυμασμό για το θεϊκό.